- οκρίβαντας
- ο (ΑΜ ὀκρίβας)τρίποδο στήριγμα όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, καβαλέτομσν.μτφ. υπερυψωμένος τόποςαρχ.1. τρισκελές βάθρο στο αρχαίο ξύλινο θέατρο και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν κατά τη διάρκεια τού Προάγωνος2. κάθισμα ηνιόχου ή αρματηλάτη3. ο κόθορνος4. γαϊδούρι ή άγριο κριάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκρις «προεξοχή, αιχμηρό άκρο» + -βας (< βαίνω), πρβλ. κιλλί-βας].
Dictionary of Greek. 2013.